Σελήνη πάλι πόθησε
να παίξει το κρυφτούλι,
με Ήλιο παντοκράτορα,
σ’ ουράνιο περιβόλι!
Παρθένα κατακόκκινη,
εράστρια ζηλιάρα,
το φως Ηλίου στέρησε
από την Γαία Μάνα.
Εμπρός πήγε και στάθηκε,
σαν παιχνιδιάρα γίδα
μπροστά σε τράγο δυνατό,
προκλητικά σαν πόρνη!
Σαν μαύρη βούλα φάνηκε
ηλιακός ο κύκλος,
με μια κορόνα πύρινη,
να τον περιτυλίγει.
Η μέρα νύχτα γίνηκε,
Ήλιου το φως εχάθη,
τα ζωντανά ξαφνιάστηκαν,
άνθρωποι φοβηθήκαν.
Άλλοτε μέγας πανικός
θα πέρναγε στα πλήθη,
γονυπετή, περιδεή,
τις προσευχές θα κάναν.
Τώρα, σαν άλλος θεατής
άνθρωπος το θαυμάζει,
το θέαμα της έκλειψης,
σαν τραγωδίας δράμα!
Ο νους του τρέχει πεταχτά
στου παιχνιδιού το τέρμα,
όταν το φως θα σκοτιστεί,
κι οριστικά θα σβήσει.
Μα μάτι το περίεργο,
του θεατή τ’ ανθρώπου,
θα βρίσκεται να θεωρεί
την τελική την πράξη;