Ποιητή, που ποιήματα πλάθεις,
με της τέχνης τον θείο ρυθμό,
ικετεύω, ποτέ μην ξεχάσεις,
να μας ψάλεις και θαύμα καλό!
Στα βουνά, προς Ασίας τα μέρη,
Κούρδη Κόρη με δέος θωρώ,
Αμαζόνα καλή, οπλισμένη,
ικανή για να σύρει χορό!
Αφροδίτης εράσμια έργα
παραβλέπει, δεν είναι γι’ αυτή,
το τουφέκι στο χέρι κρατάει,
Λευτεριάς τον αγέρα ποθεί.
Σα θεά της αρχαίας Ελλάδος,
Αθηνά, που σοφά συγκρατεί,
παρθενίας πολύτιμο σκήπτρο
και πολέμου την τέχνη, μαζί.
Αδελφή Απολλώνια μοιάζει,
που τα τόξα στον ώμο φορά,
σε βουνού τη σπηλιά καταυλίζει,
για να ζει με θεριά προτιμά.
Στρατιώτες Αλλάχ φοβερίζει,
μ’ άλλες κόρες παρθένες τολμά,
να τα βάζει με κείνους στη μάχη
και τη νίκη με πάθος ζητά.
Κόσμος νέος μπορεί να φυτρώσει,
καμωμένος με φως και πνοή,
από χώμα που πότισε μ’ αίμα,
Κούρδη Κόρη, παρθένα καλή!
Αρετής, ναι, τον έπαινο ψάλλε,
θαυμασμό που κινεί στην ψυχή,
και στεφάνι με λέξεις σαν άνθη,
για της Κόρης καλή κεφαλή!
Χ. Κ. Ε.