Ο αυστριακός φιλόσοφος Ludwig Wittgenstein, σε μία από τις σημειώσεις στο έργο του Φιλοσοφική Γραμματική παρατηρεί: «Πες μου πώς επιδιώκεις κάτι και εγώ θα μπορώ να σου πω τι είναι εκείνο που επιδιώκεις» [i]. Το αρχικό μας λοιπόν ερώτημα θα είναι πώς μπορεί να επιδιώξει κάτι η Ελλάδα μέσω της πολιτιστικής διπλωματίας, και όχι τι είναι εκείνο που επιδιώκει, κι αυτό για να επιτύχουμε τελικά με μεγαλύτερη σαφήνεια να κατανοήσουμε το αντικείμενο της επιδίωξής της. Στην κατανόηση αυτή, θα δοθεί έμφαση στην παρουσία της πολιτιστικής διπλωματίας, μιας διπλωματίας η οποία φαίνεται ιδιαίτερα απαραίτητη στην παρούσα συγκυρία και όχι αποκλειστικά λόγω του πολιτιστικού της διαφέροντος, όπως θα φανεί στη συνέχεια. Ο ίδιος ο όρος ‘πολιτιστική διπλωματία’ είναι πολύ περισσότερο περίπλοκος από ό,τι αρχικώς εκτιμάται. Συνηθίζουμε να αναφερόμαστε γενικότερα στη διπλωματία ως μια συνθήκη διαπραγμάτευσης μεταξύ κρατών, με απώτερο στόχο ένα αμοιβαίο πολιτικά και εθνικά όφελος[ii]. Η διαχείριση των διεθνών σχέσεων οδηγεί και στην καλλιέργεια αυτών των ιδίων σχέσεων, όπου σκοπός και μέσα ταυτίζονται εντός μιας τρέχουσας πρακτικής. Η πολιτιστική διπλωματία εντάσσεται τυπολογικά ως μια από τις μορφές της λεγόμενης ήπιας διπλωματίας (soft diplomacy, στη διεθνή ορολογία)[iii]. Η ήπια διπλωματία αφορά το χειρισμό του πολιτιστικού προϊόντος αλλά και τη διαμόρφωση προτιμήσεων ενός διεθνούς κοινού. Σε μια αξιόλογη αποστροφή, σχετική με τα παραπάνω, η Hilary Clinton υποστηρίζει πως γενικότερα μέρος της διπλωματίας είναι να διανοίγεις διαφορετικούς ορισμούς για το οικείο συμφέρον[iv].
Συνέχεια του παραπάνω ερωτήματος είναι και το εξής: μπορεί η πολιτιστική διπλωματία να ενταχθεί ομαλά στο περίγραμμα της διεθνούς διπλωματίας της χώρας; Και αν ναι, μπορεί να αποτελεί ένα καίριο πολιτικό φιλοσόφημα που να ξεπερνά το πλαίσιο της εξωτερικής διπλωματίας; Ή ο ρόλος της πολιτιστικής διπλωματίας συρρικνώνεται στον μη ιδιαίτερα σύνθετο ρόλο της παρώθησης ενός πολιτιστικού προϊόντος; Αν το πρώτο είναι εφικτό και αν πράγματι η πολιτιστική διπλωματία δύναται να αποτελεί ένα σύγχρονο όσο και γνήσιο πολιτικό φιλοσόφημα, τότε θα πρέπει ακολούθως να εξετάσουμε αν τούτο δημιουργεί την προοπτική ενός πολιτικού πραγματισμού ή, αντιθέτως, της εκχώρησης στη θεώρηση ενός μη ρεαλιστικού χώρου. Θα πρέπει λοιπόν πρωτίστως να μην παραβλέψουμε τα πολιτικά και φιλοσοφικά γνωρίσματά της, καθώς και το περιβάλλον εντός του οποίου αυτά δύνανται να υποστασιοποιούνται ως ενεργητικά.
Η πολιτιστική διπλωματία στην Ελλάδα έχει τα εξής άμεσα και φυσικά εξωτερικά περιβάλλοντα: την Ευρώπη και τον κόσμο. Ποια είναι λοιπόν η παρουσία μας στην Ευρώπη; Και ποια στον Κόσμο; Στην περίπτωση της Ελλάδος, βρισκόμαστε ενώπιον μιας εξαιρετικά δυσάρεστης ιστορικής συγκυρίας, όπου η χώρα διαλοιδωρείται, πτωχευμένη, στα διεθνή Fora. Ενώ προσδοκούσε οφέλη, ακολουθώντας το ευρωπαϊκό όραμα, η Ελλάδα βρέθηκε στη δυσμενέστερη θέση, ανάμεσα σε άλλες, κυρίως νότιες, χώρες της Ευρωζώνης. Τούτο συνθέτει το περιβάλλον μιας οικονομικής, και όχι μόνο, δυστοπίας, όπου ακόμα και η επικοινωνία της χώρας είναι αμελητέας ισχύος, γεγονός που διαπιστώνεται ευχερέστατα και στις διπλωματικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών όπως και στις πλέον πρόσφατες. Ο τρέχων εσωτερικός πραγματισμός συνιστά συνεπώς ένα ζητούμενο[v]. Σε μια χώρα αποδυναμωμένη και ορρωδούσα, με τη διττή αιμορραγία αφενός ενός πληθυσμού που συρρικνώνεται λόγω του χαμηλού αριθμού γεννήσεων και αφετέρου λόγω του συνεχιζόμενου brain drain, όπως και του άλλου, του αφανούς brain drain, δηλαδή της ανελέητης κατασπατάλησης του ανθρώπινου κεφαλαίου που παραμένει εντός της επικράτειας, η εθνική και πολιτική ικανότητά μας για εξεύρεση λύσεων αποτελεί εδώ και καιρό μια διαφεύγουσα πραγματικότητα. Αντί μιας πραγματιστικής προσπάθειας για την επίλυση των προβλημάτων, παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε μια ακατανόητη και αμετάπτωτη, εσωτερική έριδα, σε μια δυσκαμψία στη λήψη αποφάσεων, επιπροσθέτως σε μια πολεμική εικονικών διπόλων: δεξιά και αριστερά, προοδευτικό και συντηρητικό, εθνικό και παγκοσμιοποιημένο. Όσο υπηρετούμε αυτή την εγχώρια πολεμική, όσο εξαντλούμαστε εθιζόμενοι σε μια ενδόμυχη εθνική παραδοχή πως τούτο θα συνεχιστεί ωσάν να ήταν το πλέον ωφέλιμο για τη χώρα, ο διεθνής πραγματισμός, η RealPolitik γειτόνων και μη κρατών, μας οδηγεί όχι μόνο στη διατήρηση μιας απομόνωσης, που διαπιστώνεται περίτρανα στην έλλειψη πρακτικής αποτελεσματικότητας της εξωτερικής διπλωματίας μας, αλλά κυριότατα στη συντήρηση μιας ψευδαίσθησης, της ψευδαίσθησης ότι ‘εμείς εδώ, στο μεταξύ, αναζητούμε την αλήθεια’. Ο Αμερικανός πραγματιστής William James εκθέτει βεβαίως μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη σχετικά με αυτό το ζήτημα. Στη θεωρία του, η αλήθεια δεν προσλαμβάνει κάποια στατική και αναλλοίωτη μορφή. Η αλήθεια μιας πρότασης εξαρτάται από τη χρησιμότητά της, από το πώς υπηρετεί μια ορισμένη ανάγκη επαλήθευσης. Μια αλήθεια χωρίς πρακτικές συνέπειες είναι μια μη χρήσιμη αλήθεια. Αν για παράδειγμα κάνω την ερώτηση σε κάποιον «τι ώρα είναι;» και η απάντηση είναι «είμαι ο κύριος Παπαδόπουλος», η απάντησή του, αν και αληθής, δεν προσφέρει σε εμένα κανένα χρήσιμο και πρακτικό αποτέλεσμα. Η αντίληψη περί μη αφηρημένων αληθειών παράγει μια ποικιλία αληθειών οι οποίες ελέγχονται στο προσωρινό, πρακτικό περιβάλλον στο οποίο θα κληθούν να είναι λειτουργικές[vi]. Σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή συνεπώς, οι κοινωνικές, εθνικές και πολιτικές ζητήσεις δεν θα πρέπει να αφορούν αφηρημένες απεικονίσεις ή ιδεολογήματα ή εικονικές συγκρούσεις αλλά αναφορές σε απόλυτα συγκεκριμένα χρονικά αιτήματα. Ομοίως και στον Habermas, ο οποίος συζητά εκτενέστατα το ζήτημα της Ευρώπης και των εθνικών κρατών[vii], η διατύπωση σχετίζεται με μια συναρτησιακή αλήθεια, μια αλήθεια της συναίνεσης, εντός του κοινωνικού σώματος, η οποία αποβλέπει στην επίτευξη συγκεκριμένων επί μέρους σκοπών.
Στο αριστοτελικό έργο, καθίσταται εναργές πως στην πολιτεία απαραίτητο και θεμελιακό στοιχείο είναι να αποτελεί ‘κοινωνία ομοίων’[viii], όπου ως ‘ομοιότητα’ ο Σταγειρίτης καταγράφει την κατάσταση εκείνη της κοινής επιθυμίας των πολιτών για τη διατήρηση της πολιτείας. Η ρήξη με την ιστορία μας, η απώλεια της ταυτότητάς μας, η άρνηση της αναγκαιότητας για ανάπτυξη του εθνικού, πολιτικού και πολιτιστικού αφηγήματός μας, ο φασισμός της περιχαράκωσης σε διασπαστικά και ερμητικά σύνολα, η απομόνωσή μας στην κακώς εννοούμενη εαυτότητα (ως μια ανελεύθερη ατομοκρατία), ο επαρχιωτισμός και η προσκόλληση σε πράγματα που θεωρούμε παραδοσιακά χωρίς να εξαντλούμε τις άπειρες δυνατότητες της λέξης «παράδοση», αυτά συνέθλιψαν κάθε δυνατότητα προόδου. Στην Ελλάδα επικράτησε σταδιακά μια ιδεολογία της απομάκρυνσης από την πολιτική πράξη, όπως και από την πολιτιστική, η οποία συνιστά κι αυτή εμφανές μέρος της πολιτικής. Η εγκατάλειψη της δημοκρατικής συλλογικότητας, καλύτερα ειπωμένης, της συλλογικότητας του δήμου, είναι η αιτία που οδήγησε στην ολοκληρωτική αντίληψη του βανδαλισμού, στην ολοκληρωτική αντίληψη της διαφθοράς, της αγένειας, της ακαλαισθησίας, στην ολοκληρωτική αντίληψη της αναξιοκρατίας και της αναποτελεσματικότητας.
Όσο παραμένουμε σε αυτήν την ψευδαίσθηση της αναζήτησης μιας χιμαιρικής αλήθειας, η οποία αδιαμφισβήτητα εμπεριέχει μια μεσσιανικής αντίληψης προϋπόθεση όσο και μια πρόθεση επιβολής, τα αρχαία μας αγάλματα, η πολυδιαφημιζόμενη ελληνική φιλοξενία, τα ονειρικά ακρογιάλια, οι πανέμορφες παραλίες, για να χρησιμοποιήσω λίγους μόνο αφελείς όσο και ανεπαρκείς όρους από τα τουριστικά μας φυλλάδια, δεν διαμεσουργούν στις στρατηγικές μεταβάσεις εκείνες που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση και την πρόοδο της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού Κράτους. Με άλλα λόγια, και ενώ η Ελλάδα συνεχώς πτωχεύει, χωρίς μετεξέλιξη της διεθνούς επικοινωνίας της επί τα βελτίω, η έλλειψη κοινωνικής και εθνικής σκοποθεσίας διαρκώς εντυπωσιάζει τόσο τους πολιτικούς φιλοσόφους και τους αναλυτές όσο και σύνολη τη διεθνή σκηνή. Η Ελλάδα εδώ και αρκετά πλέον χρόνια στέκει πρακτικά ακίνητη και άφωνη, αν υποθέσουμε ότι δεν υποχωρεί ατάκτως. Ποια είναι λοιπόν η λύση; Γιατί ενώ στον κοινωνικό και πολιτικό μας χώρο διαρκώς ανταλλάσουμε απόψεις και ενώ συγκρουόμαστε πεισματικά ανάμεσα σε φληναφώδεις ιδεολογίες, δεν κατορθώνουμε να μεταβούμε από τη θεωρία στην πράξη; Ο γερμανός φιλόσοφος ImmanuelKant, πολύ εύστοχα, επισημαίνει πως το πέρασμα από τη θεωρία στην πράξη δεν συντελείται με ένα άλμα. Υπάρχει ένα στάδιο το οποίο μεσολαβεί. Τούτο το στάδιο το αποκαλεί «κριτική δύναμη»[ix]. Η κριτική δύναμη, κατά τον Kant, είναι εκείνη που μας καθιστά ικανούς να διαβλέψουμε ποια στοιχεία της θεωρίας είναι εφαρμόσιμα σε τούτη ή εκείνη τη χρονική και πρακτική συγκυρία. Αν η θεωρία δεν ευσταθεί για αυτές εδώ τις περιστάσεις, τότε εκείνο το οποίο απουσιάζει δεν είναι η δυνατότητα της πράξης, αλλά πρωτίστως η κριτική ικανότητα να διαμορφώσουμε κατά τον ορθό λόγο άποψη για την εφαρμοσιμότητα των θεωριών μας ώστε να καταστεί δυνατή η μετάβαση στην άμεση και αποτελεσματική πράξη. Για τον Husserl αντίστοιχα, κοινωνική και πολιτική «ζωή» σημαίνει ζωή ικανή για σκοποθεσία, ζωή που δημιουργεί πνευματικά μορφώματα: με την ευρύτερη έννοια, ζωή που δημιουργεί πολιτισμό στο πλαίσιο της ενότητας μιας ιστορικότητας[x]. Ο ιστορικός περιβάλλων-κόσμος των αρχαίων Ελλήνων επί παραδείγματι δεν είναι ο αντικειμενικός κόσμος με το δικό μας σημερινό νόημα, αλλά η δική τους «παράσταση του κόσμου», δηλαδή ο δικός τους υποκειμενικός τρόπος να αποδίδουν ισχύ στον κόσμο και στις εγκόσμιες πραγματικότητες που ίσχυαν για εκείνους[xi]. Με τέτοιους όρους ο πολιτισμός αποκτά όχι μόνο κάποια ιστορική υπόσταση αλλά προβάλλει και μια καταφανώς πολιτική αξίωση.
Εκείνο που μάλλον δεν αντιλαμβάνονται πολλοί σήμερα, το δυσεπίλυτο αίνιγμα για πολλούς σημερινούς Έλληνες εντός των πνιγηρών τειχών, είναι ότι ο διπολισμός των απόψεων, οι αλληλοκατηγορίες μεταξύ δήθεν προοδευτικού και δήθεν συντηρητικού χώρου, αποτελούν απλά προσχήματα για την αφάνιση της δικής μας ‘παράστασης του κόσμου’ (κατά τη χουσσερλιανή αναφορά), για το σταμάτημα της χώρας και μάλιστα επί των γονάτων της. Στη φιλοσοφική διανόηση είναι εν πολλοίς διαληπτό ότι το προοδευτικό και το συντηρητικό εναλλάσσουν τους ρόλους. Αυτό που ήταν προοδευτικό κάποια χρόνια πριν, μπορεί τώρα να αποτελεί το νέο συντηρητικό στοιχείο που πρέπει να υποχωρήσει για να έρθει στη θέση του κάτι καινούργιο (που και αυτό μπορεί στο παρελθόν να θεωρείτο με τη σειρά του συντηρητικό). Συνεπώς το ερώτημα δεν είναι τι αποτελεί μια προοδευτική ή μια συντηρητική επιλογή γενικότερα. Το ερώτημα είναι τι αποτελεί μια προοδευτική ή μια συντηρητική επιλογή τώρα, εδώ, σε τούτη τη χώρα. Ούτως ή άλλως, «αυτή» η Ευρώπη δεν προσαρμόζει τη στρατηγική της σε ανταπόκριση προς τις ορατές περιφερειακές ανάγκες, και τείνει να αγνοεί ουσιώδεις λογικές συνειδητοποιήσεις[xii]. Παρίσταται μάλλον ως terra nullius, και ως μη δυνάμενη να εκπληρώσει την πολιτική δυνατότητα ως πραγματικότητα.
Ο πραγματισμός λοιπόν εδώ προτείνεται όχι μόνο σε αντιδιαστολή με έναν τοπικό διημαρτημένο ιδεαλισμό, όχι μόνον ως εναλλακτική ενάντια στους κακούς μας εθισμούς, στη διαρκή μας ασυνταξία. Ο πραγματισμός προτείνεται ως λειτουργικότητα πριν το σημείο της μη λειτουργικής οριστικότητας, ως αξία σε ένα κράτος που εναποθέτει στον περιφερειακό του μύθο όσα θα έπρεπε να εμπιστεύεται στον ορθό λόγο. Η απώλεια της εθνικής συνοχής στο ιδεολογικό επίπεδο σημαίνει επερχόμενη εκμηδένιση. Η εικονοκλαστική διάσταση που λαμβάνει σχεδόν κάθε δημόσια συζήτηση, αλλά κυρίως ως προς την έννοια του κράτους, λες και αυτό που θα έπρεπε να μας ενώνει δεν είναι τάχα η κοινά ενταγμένη πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική δραστηριότητα, μας εγκλωβίζει σε μια αναποτελεσματικότητα, η οποία εκβάλλει καταληκτικώς στην εθνική και πολιτιστική ανυπαρξία. Αν θέλουμε να προωθήσουμε τον πολιτισμό μας, αν θέλουμε να μιλήσουμε στους ξένους γι αυτόν, αν επιθυμούμε να κάνουμε τους ευρωπαϊκούς και τους άλλους λαούς να αγαπούν τούτο που έχουμε, που παράγουμε, που εμπορευόμαστε, θα πρέπει να κάνουμε κάτι παραπάνω από το να διακινήσουμε ή να προβάλλουμε το πολιτιστικό μας προϊόν. Θα πρέπει να αποκτήσουμε μια ταυτότητα που να μην είναι μόνο ταυτότητα συνδιαλλαγής, να μην είναι δηλαδή ταυτότητα που εξαντλείται στην ιδιοκτησία και αγοραπωλησία του προϊόντος μας. Ο ελληνισμός χρειάζεται σήμερα επειγόντως μια ταυτότητα. Όχι μια νεοανακαλυπτόμενη ταυτότητα. Αλλά μια ταυτότητα συνοχής της ελληνικότητας. Μια ταυτότητα μοναδική, ενός στοιχειώδους unicum, ταυτότητα ενός αφηγήματος που έχει ανάγκη ο σύγχρονος κόσμος, διότι θα εκφεύγει της απλής κατανάλωσης προϊόντων και υπηρεσιών. Είναι ιστορική ευκαιρία μέσα σε τούτη την ατελή Ευρώπη να είμαστε Έλληνες αλλά όχι με παρένθετο τρόπο, όχι με τη διαμεσολάβηση ιδεών που άκριτα μετακενώνονται στο δημόσιο διάλογό μας. Είναι ώρα δε να θυμηθούμε ότι στις τεράστιες συλλήψεις της αρχαίας ελληνικής διανόησης, το ωραίο και το καλό αποτελούν μια άρρηκτη ταυτολογία[xiii].
Η γενναιότητα της αντίδρασης στην παρακμή προϋποθέτει αξιοπρέπεια, όπως και συναίσθημα κοινής ευθύνης. Αντί για αυτό, παραμένουμε αντίμαχοι, σε μια διαπάλη με τη νεωτερικότητα όπως και με τον συλλογικό μας εαυτό, και δυσκολευόμαστε να εξεύρουμε και κατόπιν να εναρμονίσουμε τις αξίες και λειτουργίες της κοινωνίας με εκείνες του κράτους. Η απάντηση στην Ελλάδα δεν είναι η ρήξη με την εξουσία. Η απάντηση στην Ελλάδα είναι ο εναρμονισμός της κοινωνικής κοινής βούλησης με τις πράξεις της κοινωνίας όπως και του Κράτους. Είναι η κοινή ανάταξη. Ο ανασχηματισμός της ελληνικότητας και του πολιτισμού. Που χρησιμοποιεί τα δομικά υλικά που άφθονα βρίσκονται σε τούτη την πατρίδα. Είναι η κατάφαση του γεγονότος πως δεν μπορείς να ασκήσεις διπλωματία με τα αγαθά και την ισχύ ενός άλλου, ούτε να δανειστείς αξίες. Πρέπει να διαθέτεις τα δικά σου αλλά να διαθέτεις και την ικανότητα να τα διατηρείς.
Καταληκτικώς, για τους παραπάνω λόγους, ο πολιτισμός δεν μπορεί να εκληφθεί ως ένα διακύβευμα μη πολιτικό. Γι αυτό και η πολιτιστική διπλωματία αποτελεί ως έννοια ένα κατεξοχήν πολιτικό φιλοσόφημα. Το ερώτημα είναι αν ο τρέχων πραγματισμός σε μια ηττημένη, σε αυτή τη χρονική συγκυρία, χώρα, είναι επαρκής για τη διαχείριση τόσο του πολιτιστικού όσο και του πολιτικού αγαθού. Αν ο πραγματισμός δεν είναι επαρκής, τότε είναι εύλογη η βίωση αυτής της δυστοπίας. Πολιτισμός είναι βεβαίως να είναι κανείς ο εαυτός του. Μόνο που θα πρέπει και να τον καταλαβαίνει κανείς. Μέσα στην Ευρώπη, μέσα στον Κόσμο, οφείλουμε στους εαυτούς μας, στην ιστορικότητα μας, να ξαναγίνουμε κατανοητοί, με τη χρήση ενός διαφορετικού ταυτοτικού και πολιτιστικού αφηγήματος. Καταγράφω, προς επίρρωση, τη φράση του ρωμαίου ποιητή Οβίδιου από το έργο του Tristia: “Barbarus hic ego sum, quia non intelligor ulli” [Εδώ είμαι ένας βάρβαρος, γιατί κανείς πια δεν με καταλαβαίνει][xiv].
Παναγιώτης Ι. Ηλιόπουλος, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Barston Ronald Peter, Modern diplomacy, Routledge, New York 2014.
Cooper John M. (ed.), Plato: Complete Works, Hackett, Indianapolis 1997.
Habermas Jürgen, “The Crisis of the European Union in the Light of a Constitutionalization of International Law”, in the European Journal of International Law, Volume 23, Issue 2, 1 May 2012, pp. 335–348.
Hegel Georg, Φιλοσοφία και Πολιτική. Πολιτικά Κείμενα Αιχμής, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Δημήτρης Τζωρτζόπουλος, Ηριδανός, Αθήνα 2014.
Husserl Edmund, Η κρίση της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας και η φιλοσοφία, Μτφ. Παύλος Κόντος, Εκκρεμές, Αθήνα 2011.
James William, Pragmatism, A New Name for Some Old Ways of Thinking, Popular Lectures on Philosophy, Longmans, Green, and Company, New York 1907.
James William, The Meaning of Truth, A Sequel to ‘Pragmatism’, Longmans, Green, and Company, New York 1909.
James William, Pragmatism and other writings, Penguin, New York 2000.
Kant Immanuel, Δοκίμια, εισαγωγή- μετάφραση- σχόλια Ε. Π. Παπανούτσου, Δωδώνη, Αθήνα 1971.
New York Magazine interview, “Hillary in Midair”, Sep 22, 2013.
Nye Joseph, Soft Power: The Means to Success in World Politics, Public Affairs, New York 2004.
Ovid, Tristia. Ex Ponto, translated by A. L. Wheeler, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge, MA 1924.
Ross W. D. (ed), The Works of Aristotle, Clarendon Press, Oxford 1910-52.
Wittgenstein Ludwig, Philosophical Grammar, edited by Rush Rees, translated by Anthony Kenny, Blackwell, Oxford 1974.
[i] Wittgenstein Ludwig, Philosophical Grammar, edited by Rush Rees, translated by Anthony Kenny, Blackwell, Oxford 1974, 24, σελ. 370.
[ii] Πρβ. Barston Ronald Peter, Modern diplomacy, Routledge, New York 2014, passim.
[iii] Nye Joseph, Soft Power: The Means to Success in World Politics, Public Affairs, New York 2004, σελ. 23.
[iv] New York Magazine interview, “Hillary in Midair”, Sep 22, 2013.
[v] Πρβ. James William, Pragmatism and other writings, Penguin, New York 2000, σελ. 146. Πρβ. ibid, σελ. 88: “Pragmatism asks this question: grant an idea or belief to be true. What concrete difference will its being true make in one’s actual life? How will the truth be realized? What experiences will be different from those which would obtain if the belief were false? What is the truth’s value in experiential terms?”
[vi] Βλ. James William, Pragmatism, A New Name for Some Old Ways of Thinking, Popular Lectures on Philosophy, Longmans, Green, and Company, New York 1907, passim. Επίσης, James William, The Meaning of Truth, A Sequel to ‘Pragmatism’, Longmans, Green, and Company, New York 1909.
[vii] Habermas Jürgen, “The Crisis of the European Union in the Light of a Constitutionalization of International Law”, in the European Journal of International Law, Volume 23, Issue 2, 1 May 2012, σσ. 335–348.
[viii] Αριστοτέλης, Πολιτικά, VII 1328a 36-37: «ἡ δέ πόλις κοινωνία τίς ἐστι τῶν ὁμοίων, ἕνεκεν δέ ζωῆς τῆς ἐνδεχομένης ἀρίστης».
[ix] Kant Immanuel, Δοκίμια, εισαγωγή- μετάφραση- σχόλια Ε. Π. Παπανούτσου, Δωδώνη, Αθήνα 1971, σελ. 111.
[x] Husserl Edmund, Η κρίση της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας και η φιλοσοφία, μτφ. Παύλος Κόντος, Εκκρεμές, Αθήνα 2011, σελ. 3.
[xi] Husserl Edmund, Η κρίση της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας και η φιλοσοφία, μτφ. Παύλος Κόντος, Εκκρεμές, Αθήνα 2011, σελ. 6.
[xii] Πρβ. τις απόψεις του Hegel περί πολιτικής διαχείρισης στο: Hegel Georg, Φιλοσοφία και Πολιτική. Πολιτικά Κείμενα Αιχμής, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Δημήτρης Τζωρτζόπουλος, Ηριδανός, Αθήνα 2014, σελ. 38.
[xiii] Πρβ. Πλάτων, Νόμοι 841c, Φίληβος 66a–b, Πολιτεία 401c, Συμπόσιο 201c, 205e.
[xiv] Ovid, Tristia. Ex Ponto, translated by A. L. Wheeler, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge, MA 1924, V 10.37.
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα του ΙΗΑ εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς – μέλη του ΙΗΑ. Η ιστοσελίδα του ΙΗΑ δεν λογοκρίνει, ούτε επεμβαίνει σε άρθρα – κείμενα των μελών του ΙΗΑ