Η Γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού και τα μηνύματα που εκπέμπει
του Αντώνη Παυλίδη*
Το 1994, το ελληνικό κοινοβούλιο, με ομόφωνη απόφασή του, καθιέρωσε τη 19η Μαΐου, ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Δεν θα αναφερθούμε στις λεπτομέρειες της Γενοκτονίας, άλλωστε έχουν γραφτεί αμέτρητοι τόμοι, έχει παρατεθεί τεράστιος αριθμός τεκμηρίων, ενώ σημαντικός αριθμός μελετών εκπονείται από μια νέα γενιά επιστημόνων, που συνεχώς φωτίζουν νέες, άγνωστες μέχρι τώρα πλευρές του εγκλήματος. Θα εστιάσουμε περισσότερο στις επιπτώσεις της Γενοκτονίας.
Πριν από 13 χρόνια, ο τότε Πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, υποδεχόμενος τον Πρόεδρο της Αρμενίας Σέρζ Σαρκισιάν, μεταξύ άλλων, δήλωσε: «…κατακρεουργηθήκαμε απ’ τον ίδιο βάρβαρο».
Στις 15 Αυγούστου 2017 στην Π. Σουμελά και στις 23 του ίδιου μήνα στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, τόνισε την υποχρέωση της Τουρκίας να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της, αναγνωρίζοντας τις Γενοκτονίες που διέπραξε στις αρχές του 20ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του 1ου παγκοσμίου πολέμου κι αμέσως μετά, εναντίον των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας.
Στις 6 Δεκεμβρίου 2019 ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, δήλωσε, στο Διεθνές Συνέδριο της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδας, στην αίθουσα του Μουσείου Ακρόπολης, ότι θα στηρίξει τον αγώνα του ποντιακού ελληνισμού για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας. Πιο πρόσφατα, στις 11/1/22 η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, από τα Σούρμενα, στα εγκαίνια του μεγάρου του ποντιακού ελληνισμού, μίλησε για «μεθοδευμένη και συστηματική Γενοκτονία σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου, που είναι ένα ανεπούλωτο τραύμα».
Οι δηλώσεις αυτές, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, αποτελούν εξαιρέσεις. Ο κανόνας μέχρι σήμερα, ήταν τελείως διαφορετικός: Η ελληνική πολιτική ελίτ, ακολούθησε την τακτική του κατευνασμού, θεωρώντας ότι οι επιλογές της δεν πρέπει να «ενοχλούν» την Τουρκία, αγνοώντας έτσι το μήνυμα, που μας στέλνει από τα βάθη των αιώνων ο Θουκυδίδης, ότι ο κατευνασμός είναι ο πιο ασφαλής δρόμος να υποστείς εκείνο το οποίο προσπαθείς να αποφύγεις. Τραγική επιβεβαίωση, άλλωστε, αυτής της αρχής είχαμε στην περίπτωση του Χίτλερ, τον οποίο προσπαθούσαν να «κατευνάσουν» οι Ευρωπαίοι τις παραμονές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, με το αποτέλεσμα να είναι εντελώς διαφορετικό από τις προσδοκίες τους.
Ειδικά στο ζήτημα της Γενοκτονίας, μετά την ψήφιση του 1994, το ελληνικό πολιτικό σύστημα όχι μόνο δεν συντάχθηκε με τον αγώνα των προσφυγικών φορέων, αλλά σε πολλές περιπτώσεις τον υπονόμευσε. Όχι μόνο δεν «ενόχλησε» ποτέ την τουρκική πλευρά, αλλά αντίθετα έκανε ότι ήταν δυνατόν για να τη διευκολύνει, θυσιάζοντας το πανανθρώπινο ζήτημα της Γενοκτονίας, στο βωμό μιας επίπλαστης και ψεύτικης ελληνοτουρκικής φιλίας.
Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να τοποθετηθούν μια σειρά από γεγονότα. Για παράδειγμα: Η δήλωση πρώην Υπουργού, ότι αυτό που υπέστησαν οι Έλληνες του Πόντου ήταν εθνοκάθαρση (κι όχι Γενοκτονία), γεγονός που διευκόλυνε την Τουρκία, επειδή ο όρος αυτός είναι περιγραφικός, δεν περιλαμβάνεται στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και συνεπώς είναι ανώδυνος για το θύτη, σε αντίθεση με τον όρο «Γενοκτονία», που, με βάση το σχετικό ψήφισμα του ΟΗΕ του 1948, παράγει αποτελέσματα σε βάρος του. Αυτό ειδικά είναι που φοβάται η τουρκική πολιτική ελίτ. Αφετέρου η απόφασή του ίδιου Υπουργού το 2015, να αφαιρέσει τμήματα από τη διδασκόμενη ύλη του μαθήματος ιστορίας της Γ’ Λυκείου και ιδιαίτερα εκείνα που αναφέρονται στη Γενοκτονία.
Δυο φορές (το 1997 και το 2003) το ζήτημα της αναγνώρισης της Γενοκτονίας έφτασε στο αρμενικό κοινοβούλιο, η πράξη όμως αναγνώρισης δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, γιατί παρενέβη και τις δύο φορές η ελληνική πρεσβεία, κατ’ εντολή προφανώς της ελληνικής κυβέρνησης. Η αναγνώριση ήρθε από την αρμενική κυβέρνηση, προς τιμήν της, λίγα χρόνια αργότερα, το 2015, με την ευκαιρία των 100 χρόνων από τη Γενοκτονία των Αρμενίων.
Είναι γνωστή η προσπάθεια λαθροχειρίας στα μέσα της 10ετίας του 2000 με το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού: ο «συνωστισμός» στη Σμύρνη ήταν το λιγότερο, στο γνωστό βιβλίο υπήρχαν δεκάδες απαράδεκτες αναφορές, αρκεί που δεν ήταν τίποτε «ενοχλητικό» για την Τουρκία. Όπως άλλωστε καταγγέλθηκε από επώνυμους ερευνητές, ο ίδιος ο «συνωστισμός» ήταν όρος δανεισμένος από την τουρκική εκπαιδευτική βιβλιογραφία.
Είναι επίσης οι κατά καιρούς δηλώσεις «επιστημόνων» και ειδικών, που είναι φανερά αντίθετες με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και ταυτίζονται με τις επιλογές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, όπως πχ με τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών και το Καστελλόριζο. Τα επαινετικά σχόλια του τουρκικού τύπου που ακολουθούν σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις, δείχνουν του λόγου το αληθές.
Το μήνυμα που εισπράττει απ’ όλα αυτά η τουρκική πλευρά, είναι ότι οιΈλληνες ταυτίζονται με τους στόχους της επειδή τη φοβούνται, γιατί είναι «μεγάλη και ισχυρή χώρα», ότιμας έχει «του χεριού της» γι’ αυτό συνεχίζει μια επιθετική και αναθεωρητική πολιτική, γράφοντας το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες καλής γειτονίας στα αρχαιότερα των υποδημάτων της. Τίποτε λοιπόν δεν γίνεται τυχαία.
Το σημερινό τουρκικό κράτος οικοδομήθηκε πάνω στις Γενοκτονίες ολόκληρων λαών και πολιτισμών στις αρχές του 20ου αιώνα, των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, των Αρμενίων και των Ασσυρίων. Γι’ αυτό είναι ένα κράτος εθνικιστικό, ρατσιστικό, φοβικό και ανασφαλές, δηλητηριασμένο από το άγος του εγκλήματος, που συνιστά, αφενός μεν παράγοντα δημιουργίας εντάσεων και κρίσεων στην ευρύτερη περιοχή κι αφετέρου ένα καθεστώς καταπίεσης και βαρβαρότητας, που κυνηγά και φυλακίζει στο εσωτερικό του ότι είναι διαφορετικό.
Οι αντιδράσεις, μετά την αναγνώριση, πέρυσι, από τον Πρόεδρο Μπάιντεν, της Γενοκτονίας των Αρμενίων, υπενθύμισαν σ’ όλους την τακτική άρνησης που έχει καθιερώσει το τουρκικό κράτος: πλήρης αντιστροφή της ιστορικής πραγματικότητας και μετατροπής των θητών σε θύματα, έντονα διπλωματικά διαβήματα, αποσύρσεις διπλωματών κ.ά. Αυτό φαίνεται παράδοξο, αν συνδυαστεί με συχνές δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων, που συνεχώς τα τελευταία χρόνια μας απειλούν ότι «θα πάθουμε ότι και οι πρόγονοί μας». Δηλαδή αφενός μεν αρνούνται τη Γενοκτονία και αφετέρου επιβεβαιώνουν την πραγματοποίησή της.
Ήρθε ο καιρός το ελλαδικό κράτος να λάβει κρίσιμες αποφάσεις. Όχι απλά να πάψει την υπονόμευση του αγώνα μας, αλλά ακόμη να εγκαταλείψει τις απατηλές φοβίες του παρελθόντος και να συνταχθεί μαζί μας στο μεγάλο αλλά και ωραίο αγώνα για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας, όπως άλλωστε υποσχέθηκε ο Πρωθυπουργός. Για να αυξηθεί η διεθνής πίεση σ’ εκείνους που προκάλεσαν τη βαρβαρότητα. Για ν’ αποδεχθούν τα εγκλήματα, πάνω στα οποία θεμελιώθηκε το κράτος τους και νάρθουν αντιμέτωποι με τον εαυτό τους. Γιατί αυτός ίσως είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να αλλάξει ριζικά το τοπίο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η πρωτοβουλία της ΚΕΔΕ για τη δημιουργία του δικτύου πόλεων με στόχο την αναγνώριση της Γενοκτονίας, έχει τεράστια σημασία στον αγώνα για την κατοχύρωση του θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος, του δικαιώματος στη ζωή. Εύγε σ’ εκείνους που την επινόησαν και την προώθησαν, εύγε στην ΚΕΔΕ.
Ήδη οι φωνές πολλών Τούρκων μέσα, αλλά κυρίως έξω από την Τουρκία, που μιλάνε για την ανάγκη αναγνώρισης των εγκλημάτων που πραγματοποιήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, συνεχώς δυναμώνουν. Ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι, ακτιβιστές, ζητούν την αναγνώριση των Γενοκτονιών που διαπράχτηκαν, θεωρώντας ότι αυτό θα διαμορφώσει τις συνθήκες για μια κοινωνία και μια χώρα πιο δημοκρατική, πιο ανεκτική, πιο ειρηνική. Αυτό θέλουμε κι εμείς. Γι’ αυτό ακριβώς αγωνιζόμαστε. Γιατί η αναγνώριση της Γενοκτονίας από την ίδια θα επιφέρει τη λύτρωση στην τουρκική κοινωνία και τον εξανθρωπισμό του κράτους και συνεπώς ένα μέλλον πιο φωτεινό, πιο ειρηνικό, πιο δημιουργικό, όχι μόνο ανάμεσα στους δύο λαούς, αλλά και ανάμεσα σ’ όλους τους λαούς της περιοχής. Αυτό το μέλλον το δικαιούνται οι λαοί και το απαιτούν οι σύγχρονες πραγματικότητες.-
(*) Ο Δρ Αντώνης Παυλίδης είναι Πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών και Συντονιστής του Δικτύου Αναγνώρισης Γενοκτονιών
__________________________________________________________________________
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα του ΙΗΑ εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς – μέλη του ΙΗΑ. Η ιστοσελίδα του ΙΗΑ δεν λογοκρίνει, ούτε επεμβαίνει σε άρθρα – κείμενα των μελών του ΙΗΑ.
_________________________________________________________________________