
Κυρίες και Κύριοι,
Το 1944, ο Στρατάρχης Τίτο ανεκήρυξε τη λεγόμενη «Ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας» ως μια από τις πέντε Δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβικής Ομσπονδίας. Ήταν ένας τρόπος να πάρει από τη Βουλγαρία τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο θέμα της Μακεδονίας, που είχε δημιουργηθεί αρχικά με άξονα την Πανσλαβιστική πολιτική στα Βαλκάνια, με επίκεντρο τη Βουλγαρία.
Η πολιτική αυτή εκφράσθηκε καθοριστικά με την ιδέα της Μεγάλης Βουλγαρίας, που πήρε σάρκα και οστά με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, το 1878. Το Συνέδριο του Βερολίνου, το ίδιο έτος, ανέτρεψε τις πρόνοιες της Συνθήκης και τη Μεγάλη Βουλγαρία, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων και της σταθερής επιδιώξεως της Μεγάλης Βρετανίας να εμποδίσει τη τσαρική Ρωσία να επιτύχει, τη φορά αυτή μέσω της Μεγάλης Βουλγαρίας, έξοδο στο Αιγαίο.
Η Βουλγαρία, ενθαρρυμένη από το προηγούμενο της προσαρτήσεως από την ίδια της Ανατολικής Ρωμυλίας και χρησιμοποιώντας ως όπλο την απεξάρτησή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τη δημιουργία αυτόνομης Εθνικής Εκκλησίας – Εξαρχείας, προσπάθησε,κατά την περίοδο 1904 – 1908, να επιβληθεί στην ευρύτερη περιοχή, που αναφερόταν συμβατικά ως Μακεδονία. Είναι τα χρόνια της δράσεως και της βίας των Κομιτατζήδων αλλά και του ένδοξου αγώνα των Μακεδονομάχων, που υπεράσπισαν τη Μακεδονία, προστάτευσαν τους Ελληνικούς αυτόχθονες πληθυσμούς και διεφύλαξαν την ελληνική ταυτότητα της Μακεδονίας.
Προηγουμένως, το 1903, ανήμερα της γιορτής του Προφήτη Ηλία, υποκινήθηκε, από την πλευρά Βουλγαρικών οργανώσεων, εξέγερση κατά των Οθωμανών, με τη συνεργασία χριστιανικών πληθυσμών, μεταξύ αυτών και Ελληνικών. Η εξέγερση κατεστάλη με αφάνταστη βιαιότητα. Η μανία όμως των Τούρκων στράφηκε κυρίως κατά των Ελληνικών πληθυσμών. Αυτοί πλήρωσαν το πιο βαρύ τίμημα της Τουρκικής βίας, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν αυτοί την πρωτοβουλία και την ευθύνη της εξεγέρσεως. Ήταν μια προσπάθεια φιλο-Βουλγαρικών οργανώσεων να υφαρπάξουν από την Ελληνική πλευρά την ηγεμονία του αντι-Οθωμανικού αγώνα, εκμεταλλευόμενοι την κοινή Ορθόδοξη πίστη και προωθώντας παραλλήλως τη Βουλγαρική Εξαρχεία και τον εκβουλγαρισμό.
Η εξέγερση αυτή έγινε σημαία από τη Βουλγαρική πλευρά και μυθοποιήθηκε εκ των υστέρων από τα Σκόπια, που την παρουσιάζουν ως κάτι περίπου αντίστοιχο της 25ης Μαρτίου των Ελλήνων. Ως μια επανάσταση δηλαδή του δήθεν «Μακεδονικού λαού» των Σκοπίων. Προκαλεί γι’ αυτό αλγεινή εντύπωση και κατάπληξη πώς οι φοβεροί διαπραγματευτές της Ελληνικής πλευράς αποδέχθηκαν την πρόταση να ονομασθούν τα Σκόπια «Δημοκρατία του Ίλιντεν», όταν ακριβώς το γεγονός αυτό αναφέρεται και προβάλλεται από την άλλη πλευρά ως έκφραση της υπάρξεως και της ιστορικής δράσεως ενός δήθεν «Μακεδονικού» έθνους. Οι διαπραγματευτές μας ανέκρουσαν πρύμναν μόνον όταν διέρρευσε η πληροφορία στα Μαζικά Μέσα Επικοινωνιών και έγινε, βεβαίως, σάλος και κατακραυγή.
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι διεμόρφωσαν τον σημερινό χάρτη της βόρειας Ελλάδας, από την Ήπειρο ως τη Θράκη, περιλαμβάνοντας εντός των Ελληνικών συνόρων το μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής Μακεδονίας, παρά το γεγονός ότι και βορειότερα των συνόρων υπήρχαν Ελληνικοί πληθυσμοί και πόλεις με ακμάζοντα Ελληνικό πληθυσμό. Δυτικά, εκτός των εθνικών συνόρων, έμεινε η Βόρειος Ήπειρος, ως αποτέλεσμα διεθνών πιέσεων και εκβιασμών αλλά και εσωτερικού διχασμού. Κάτι ανάλογο επανελήφθη και μετά το τέλος του Β’ Π.Π.
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1913, με την οποία τερματίσθηκε ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος. Η Συνθήκη αυτή αναφέρεται συστηματικά και ψευδώς από τα Σκόπια ότι μοίρασε δήθεν την ενιαία Μακεδονία σε τρία κομμάτια. Από αυτά, η Ελλάδα έλαβε το μεγαλύτερο (55%), το άλλο 35%, το οποίο καλύπτει σήμερα τη Δημοκρατία των Σκοπίων, το πήρε η Σερβία, και το τρίτο (10%), η Βουλγαρία.
Πρόκειται για κατάφωρο προπαγανδιστικό ψεύδος. Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου μοίρασε τα εδάφη που απελευθερώθηκαν από τους Οθωμανούς και όπως αυτά έγιναν διαθέσιμα μετά τον Β’ Βαλκανικό πόλεμο. Δεν υπήρχε καμία ενιαία Μακεδονία, που να περιλαμβάνει όλα αυτά τα εδάφη, ώστε να μοιρασθεί, και δεν υπάρχει, φυσικά, στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, καμία αναφορά σε «Μακεδονία». Αντιθέτως, το Πρωτόκολλο των Αθηνών που είχε υπογραφεί προηγουμένως μεταξύ Ελλάδος και Σερβίας, προνοούσε, με τη μορφή στρατηγικού δόγματος, την άμεση επαφή και επικοινωνία μεταξύ Ελλάδος και Σερβίας, με κοινά σύνορα.
Το ιδεολόγημα της δήθεν «Ενιαίας Μακεδονίας» που μοιράσθηκε από άρπαγες γείτονες, όπως προπαγανδίζουν τα Σκόπια, εφευρέθηκε μαζί με το μύθευμα ότι οι Μακεδόνες δεν είναι Έλληνες. Είναι ένα άλλο έθνος, απόγονοι και κληρονόμοι του οποίου είναι οι σημερινοί Σκοπιανοί. Αυτή είναι η πεμπτουσία, ο κεντρικός πυρήνας του Σκοπιανού «Μακεδονισμού», που χάλκευσε και την ιδέα της δήθεν μοιρασμένης Μακεδονίας, η οποία πρέπει να επανενωθεί, με αναφορά το μόνο ελεύθερο, κατ’ αυτούς, κομμάτι της Μακεδονίας, τα Σκόπια, που παίζουν, υπό τις σημερινές περιστάσεις, ρόλο εθνικού κέντρου και εθνικής μητροπόλεως.
Οι φαιδροί και ανιστόρητοι αυτοί ισχυρισμοί αναιρούνται τόσο από την ιστορική πραγματικότητα της Αρχαίας Μακεδονίας όσο και των μεταγενεστέρων χρόνων, μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Η Αρχαία καθ’ αυτό Μακεδονία συνέπιπτε, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, με τα σημερινά Ελληνικά βόρεια σύνορα και την Ελληνική Μακεδονία. Εκτεινόταν βορειότερα στην περιοχή της Φλώρινας. Γειτονικές περιοχές της ιστορικής Μακεδονίας ήταν κατά σειράν η Πελαγονία, η Παιονία και η Δαρδανία. Τα Σκόπια περιλαμβάνονταν στη Δαρδανία. Η βόρεια επέκταση της Μακεδονίας του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, όπως και η επέκτασή της στην Ανατολή μέχρι τις Ινδίες, δεν αναιρεί τα όρια της ιστορικής Μακεδονίας, που απετέλεσε τον αφετηριακό πυρήνα της Αλεξανδρινής αυτοκρατορίας.
Κατά τις μεταγενέστερες περιόδους, Ρωμαϊκή, Βυζαντινή, Οθωμανική, δεν ονομάσθηκε ποτέ η ευρύτερη αυτή περιοχή ως Μακεδονία, ώστε να δίνεται οποιαδήποτε λαβή σε ισχυρισμούς για δήθεν ενιαία Μακεδονία, πατρίδα ενός «Μακεδονικού» έθνους, που μοιράσθηκε. Οι Ρωμαίοι είχαν διαμελίσει τη Μακεδονία για λόγους στρατηγικής σκοπιμότητας και ελέγχου. Οι Βυζαντινοί εισήγαγαν τον θεσμό των θεμάτων, μεγάλων διοικητικών αλλά ταυτόχρονα και στρατιωτικών περιφερειών. Δεν ονόμασαν κανένα θέμα «Μακεδονία». Το ίδιο και οι Οθωμανοί δεν ονόμασαν καμιά μεγάλη περιφέρεια με αυτό το όνομα. Διαιρούσαν την αυτοκρατορία σε βιλαέτια και σαντζάκια. Το 1888, παραδείγματος χάριν, τα Σκόπια έγιναν πρωτεύουσα του βιλαετίου του Κοσσυφοπεδίου. Το ιδεολόγημα της δήθεν «Ενιαίας Μακεδονίας» που μοιράσθηκε είναι ένα σύγχρονο εφεύρημα που ανδρώθηκε ως αναπόσπαστο μέρος του ιδεολογήματος του Μακεδονισμού, του ισχυρισμού δηλαδή ότι οι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες, αλλά ένα άλλο έθνος. Είναι ντροπή γι’ αυτό, Έλληνες πολιτικοί, είτε από άγνοια είτε από επιπολαιότητα ή ανομολόγητη σκοπιμότητα, να αναπαράγουν αυτή την προπαγάνδα και να μιλούν για δήθεν «μοιρασμένη Μακεδονία» και για πολλές Μακεδονίες.
Η περίοδος μετά του Βαλκανικούς πολέμους και τον Α’ Π.Π., είναι για τον Ελληνισμό μια περίοδος έπους και τραγωδίας. Για μια στιγμή όλαφάνηκαν να είναι εφικτά στον εθνικό ορίζοντα. Ο μεγάλος όμως εθνικός διχασμός αλλά και συνταρακτικά διεθνή γεγονότα, που άλλαξαν το γεωπολιτικό σκηνικό του κόσμου και τις υπάρχουσες συμμαχίες, οδήγησαν σε μια ανείπωτη καταστροφή στη Μικρά Ασία, τον Πόντο, τη Θράκη.
Ως μια λεπτομέρεια των συνεπειών που είχαν τα μεγάλα αυτά διεθνή γεγονότα, με επίκεντρο τη Ρωσική Επανάσταση του 1917, ήταν και η μετάλλαξη του θέματος της Μακεδονίας. Από τη δεκαετία του ’20, στους κόλπους της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αρχισε να διακινείται, με δραστήριους πρωταγωνιστές τους ηγέτες του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά και μέλη της Γραμματείας της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η ιδέα της «Αυτόνομης Μακεδονίας και Θράκης», που θα εντασσόταν, ως ομόσπονδο κράτος, σε μια ευρύτερη «Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία». Ήταν μια μεταμόρφωση, υπό κομμουνιστική χροιά, των Βουλγαρικών και όχι μόνον βλέψεων στη Μακεδονία και στο Αιγαίο. Το χειρότερο, η ιδέα αυτή, με το επιχείρημα του διεθνισμού και του παγκόσμιου ενιαίου επαναστατικού κέντρου, που ήταν η εδρεύουσα στη Μόσχα Κομμουνιστική Διεθνής, επεβλήθη και στο Ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά τις έντονες αντιδράσεις πολλών στελεχών του και μέρους της ηγεσίας του.
Με το καθεστώς της δικτατορίας του Μεταξά, το ξέσπασμα του Β’ Π.Π., την αναστολή της λειτουργίας της Κομμουνιστικής Διεθνούς αλλά και την προσχώρηση της Βουλγαρίας στη συμμαχία του Άξονα, ατόνησε οποιαδήποτε ιδέα και προπαγάνδα για αυτόνομη Μακεδονία και Θράκη. Το θέμα επανήλθε στο τέλος του πολέμου, με νέα πάλι μορφή και με πρωταγωνιστή τον Στρατάρχη Τίτο.
Ο τελευταίος είχε μεγάλες φιλοδοξίες. Ήθελε να διευρύνει και να επεκτείνει τη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία σ’ ολόκληρα τα Βαλκάνια και να ενώσει την Αδριατική με το Αιγαίο και με τη Μαύρη Θάλασσα, στην περίπτωση που αποδεχόταν και η Βουλγαρία να ενταχθεί στη Βαλκανική Ομοσπονδία. Η Βουλγαρία όμως, όπως και η Αλβανία, αρνήθηκαν να ενταχθούν, με επίνευση του Στάλιν, που είχε αρχίσει να γίνεται πολύ καχύποπτος απέναντι στα σχέδια και τις φιλοδοξίες του Τίτο.
Ο Τίτο εκμεταλλεύθηκε επίσης το γεγονός ότι η Βουλγαρία είχε συμμαχήσει με τον Χίτλερ στον πόλεμο, για να πάρει αυτός την ιδέα της αυτόνομης Μακεδονίας, πάνω στη βάση ενός άλλου χαλκευμένου εθνικισμού. Τον ισχυρισμό δηλαδή ότι υπάρχει ένα άλλο έθνος, οι Μακεδόνες, οι οποίοι δεν είναι Έλληνες και ότι αυτοί είναι οι κληρονόμοι της Μακεδονίας του Αλεξάνδρου.
Έτσι φτάσαμε, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, στη δημιουργία ενός νέου Μακεδονικού, με πρωταγωνιστή τη φορά αυτή, τον ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας. Ως βάση και αφετηρία της Μακεδονικής θεωρίας του, ο Στρατάρχης Τίτο μετονόμασε τη μέχρι τότε Σερβική επαρχία της Βαρδαρίας (Βαρντάρσκα Μπανόβινα) σε «Μακεδονία» και την κατέστησε ισότιμη Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας, με συνθήματα για Μακεδόνες και Μακεδονία και ψευδο-αλυτρωτικόαγώνα για απελευθέρωση των δήθεν υποδούλων αδελφών της «Μακεδονίας του Αιγαίου» στην Ελλάδα και της «Μακεδονίας του Πιρίν» στη Βουλγαρία.
Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση, το 1944, του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, Έντουαρντ Στετίνιους, σ’ αυτές τις διακηρύξεις του Τίτο: «Η κυβέρνησή μας θεωρεί ότι αναφορές όπως «Μακεδονικό έθνος» και «Μακεδονική πατρίδα» ή «Μακεδονική συνείδηση» συνιστούν αδικαιολόγητη δημαγωγία και δεν αντικατοπτρίζουν καμία πολιτική πραγματικότητα. Η κυβέρνησή μας βλέπει σ’ αυτές την αναγέννηση ενός πιθανού μανδύα, που θα υποκρύπτει επιθετικές βλέψεις εναντίον της Ελλάδας». Η ιδέα της αυτόνομης Μακεδονίας, όπως είδαμε προηγουμένως, χρονολογείται από πρίν και συνδέεται όχι μόνο με εθνικές διεκδικήσεις Βαλκανικών κρατών αλλά και με ευρύτερες γεωπολιτικές επιδιώξεις και ισορροπίες μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Είναι μια διαπίστωση που έχει τη σημασία και την αξία της και μέσα στο σημερινό πλαίσιο των γεωπολιτικών ανταγωνισμών και επιδιώξεων στα Βαλκάνια.
Προκαλεί, πάντως, κατάπληξη το γεγονός ότι η Χιτλερική Γερμανία, ακόμη και στην τελευταία φάση της κατάρρευσής της, λίγο πρίν το τέλος του Πολέμου, είχε τόση εμμονή με την ιδέα της ανακηρύξεως «αυτόνομης Μακεδονίας» στα Βαλκάνια. Αυτό, τουλάχιστον,αποκαλύπτει έγγραφο που διαβιβάσθηκε από το Βερολίνο στο Γερμανικό Προξενείο της Σόφιας, κατά το τέλος του Πολέμου. Το έγγραφο, συγκεκριμένα, αναφέρει: «Ο Φύρερ απεφάσισε σήμερα ότι η κήρυξη της αυτονομίας της Μακεδονίας πρέπει να γίνει τώρα, χωρίς καμιά περαιτέρω καθυστέρηση. Ο υπουργός Εξωτερικών σας καλεί, λοιπόν, για άλλη μια φορά, να αναφέρετε το θέμα, ανεξάρτητα από τις ανησυχίες σας, παράλληλα με το ποιος από σας θα είναι ο υπεύθυνος για τη διεξαγωγή αυτής της δράσεως και την Επιτροπή που θα αναλάβει τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Μακεδονίας».
Η Ελληνική Κυβέρνηση, κάτω από τις γνωστές συνθήκες που επεκράτησαν στην Ελλάδα, μετά τον τερματισμό της ξένης κατοχής, είχε πολύ ασθενική φωνή για να διαμαρτυρηθεί για τις πρωτοβουλίες και τους σφετερισμούς του Τίτο. Ακόμη και όταν έληξε ο Εμφύλιος Πόλεμος, η διεθνής κατάσταση είχε αλλάξει και υπήρχε σκοπιμότητα στην Ουάσινγκτον να μπούν σε παρενθεση τα όσα τόσο ευστόχως είχε επισημάνει ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Στετίνιους, το 1944. Είχε μεσολαβήσει η ρήξη μεταξύ Στάλιν και Τίτο και η Αμερικανική πλευρά έκανε ανοίγματα υποστηρίξεως στον Τίτο. Ιδίως μετά την ένταξη της Ελλάδος και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, το 1952, η Ελλάδα αντιμετωπιζόταν από τις ΗΠΑ ως η χώρα, που είχε κοινό σύνορο με τη Γιουγκοσλαβία και θα έπαιζε καταλυτικό ρόλο για την παροχή βοήθειας από το ΝΑΤΟ στον Τϊτο, σε περίπτωση Σοβιετικής στρατιωτικής επεμβάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, υπεγράφη, λίγο αργότερα, το 1954, το λεγόμενο «Βαλκανικό Σύμφωνο» μεταξύ Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδος και Τουρκίας.
Κάτω, λοιπόν, από αυτές τις συνθήκες, οι Αμερικανικές πιέσεις δεν άφηναν περιθώριο στην Ελλάδα να δημιουργήσει διπλωματικό θέμα και ένταση για την ανακήρυξη από τον Τίτο «Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Επιπλέον, το γεγονός ότι η Δημοκρατία αυτή δεν επιζητούσε διεθνή αναγνώριση αλλά ήταν ενταγμένη στη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία, περιόριζε για την Ελλάδα το πρόβλημα.
Η κατάσταση άλλαξε λίγο πρίν τον θάνατο του Τίτο, όταν εισήχθησαν στο Γιουγκοσλαβικό πολιτικό σύστημα δύο μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Η πρώτη, αφορούσε την εκ περιτροπής Προεδρία της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας από τις Δημοκρατίες. Η δεύτερη,το δικαίωμα των επιμέρους Δημοκρατιών να αναπτύξουν διεθνείς σχέσεις. Οι δύο αυτές μεγάλες αλλαγές, που είχαν, υποτίθεται, ως στόχο να ενισχύσουν, με την ισοτιμία των Δημοκρατιών, την εσωτερική συνοχή και ενότητα, λειτούργησαν, στην πραγματικότητα, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Συνέβαλαν στην εσωτερική κρίση, που σε συνδυασμό με την εξωτερική επιβουλή και επέμβαση, οδήγησε στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Η Δημοκρατία της δήθεν Μακεδονίας ανεκήρυξε την ανεξαρτησία της το 1991 και ζήτησε διεθνή αναγνώριση. Έτσι εγκαινιάσθηκε η περίοδος που μας απασχολεί άμεσα σήμερα. Η Ελλάδα αντέδρασε στην αναγνώριση του κράτους αυτού με το όνομα Μακεδονία. Έθεσε το θέμα και στην Ε.Ε., που έδειξε τότε μεγάλη κατανόηση και ευαισθησία για την Ελληνική θέση. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής, το 1991, τάχθηκε ανεπιφύλακτα αλληλέγγυο με την Ελλάδα. Διερμηνεύοντας την απόφασή του, ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Μιτεράν, βαθύς γνώστης της Αρχαίας Ιστορίας και της Κλασικής Παιδείας, δήλωσε: «Δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτό από την Ευρώπη όνομα «Μακεδονία» για τα Σκόπια, γιατί αυτό θίγει τις εθνικές ευαισθησίες των Ελλήνων. Και αυτό είναι μια λογική απόφαση και είναι τελειωτικό».
Τον Απρίλιο του 1992, η Σύνοδος των πολιτικών αρχηγών διεκήρυξε, ως κοινή θέση, ότι η Ελλάδα δεν θα ανεγνώριζε χώρα στης οποίας το όνομα θα υπήρχε η λέξη «Μακεδονία». Με απλά λόγια, όχι μόνο δεν θα ανεγνώριζε τα Σκόπια με το όνομα Μακεδονίααλλά επίσης ούτε με σύνθετο όνομα ή επιθετικό προσδιορισμό που θα περιείχε τη λέξη Μακεδονία.
Τι έγινε μετά; Γιατί εγκατελείφθη το αυτονόητο και το εθνικώς επιβεβλημένο κι άρχισαν οι εκπτώσεις και οι υποχωρήσεις; Δεν θα διεξέλθω όλο το διπλωματικό ιστορικό μέχρι τις περιβόητες διαπραγματεύσεις της σημερινής κυβερνήσεως, που οδήγησαν στη Συμφωνία των Πρεσπών. Θα σταθώ όμως σε ορισμένα γεγονότα που ανεδείχθησαν σε ορόσημα της πορείας που ακολουθήθηκε. Το πρώτο είναι η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, που συνομολογήθηκε μετά από παρέμβαση του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών Χόλμπρουκ. Η Συμφωνία αυτή τερμάτισε το κλείσιμο των συνόρων,που είχε επιβάλει η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, ως απάντηση στην αδιαλλαξία και την προκλητική προπαγάνδα των Σκοπίων.
Η Συμφωνία, παρά τις ατέλειές της, είχε επταετή διάρκεια και ως σκοπό την αποκατάσταση σχέσεων συνεργασίας και την παροχή χρόνου για τη διαπραγμάτευση, με καλή θέληση, ενός ονόματος αμοιβαίως αποδεκτού. Τα Σκόπια παρεβίασαν και το γράμμα και το πνεύμα της Συμφωνίας. Επεδόθησαν, με τη βοήθεια των φίλων τους, στους οποίους συγκαταλέγεται σε εξέχουσα θέση και ο γνωστός πολυπράγμων κερδοσκόπος Σόρος, σε διμερείς αναγνωρίσεις με το όνομα «Μακεδονία». Τα Σκόπια καταχράσθηκαν επίσης απροκάλυπτα το άρθρο 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Το τελευταίο όριζε ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να φέρει αντιρρήσεις στην ένταξη των Σκοπίων σε Διεθνείς Οργανισμούς, στους οποίους η ίδια μετέχει, εφ’ όσον η ένταξη θα γινοταν με το προσωρινό όνομα των Σκοπίων F.Y.R.o.M. –Π.Γ.Δ.Μ. Τα Σκόπια όμως, αμέσως μετά την ένταξή τους, απέρριπταν το προσωπείο και χρησιμοποιούσαν το όνομα «Μακεδονία».
Η Ελλάδα δεν έπρεπε να ανεχθεί αυτή τη συμπεριφορά ούτε, βεβαίως, τις μονομερείς αναγνωρίσεις των Σκοπίων ως «Μακεδονία». Το 2002, τουλάχιστον, όταν έληξε η επταετής διάρκεια της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η Ελλάδα έπρεπε και είχε κάθε δικαίωμα να θέσει όρους για την ανανέωσή της. Η κυβέρνηση όμως Σημίτη, όπως σε όλα τα εθνικά θέματα, είχε ως σταθερή γραμμή τον ενδοτισμό, τις υποχωρήσεις και τη σκόπιμη αδράνεια. Δεν έκανε απολύτως τίποτε. Άφησε να ανανεωθεί αυτομάτως η Ενδιάμεση Συμφωνία και τα Σκόπια να συνεχίσουν, χωρίς καμιά ουσιαστική Ελληνική αντίδραση, την ίδια πολιτική.
Ένα δεύτερο γεγονός, που έγινε επίσης σταθμός στη διαχείριση του θέματος των Σκοπίων είναι η εξέλιξη της Αμερικανικής πολιτικής πάνω σε αυτό και η σταδιακή ανατροπή της. Το αναφέρω γιατί συνδέεται ιδιαίτερα με τους αγώνες που έδωσε η Ελληνική Ομογένεια στις ΗΠΑ και τις επιτυχίες που είχε σημειώσει. Είχε εξασφαλίσει, συγκεκριμένα, την υπόσχεση του υποψηφίου και μετέπειτα Προέδρου Κλίντον ότι δεν θα ανεγνώριζε τα Σκόπια με όνομα, με το οποίο δεν θα συμφωνούσε η Ελληνική Κυβέρνηση. Ο Κρις Σπύρου, διηγήθηκε επανειλημμένα σε συνεντεύξεις του το άδειασμα της Ελληνικής Ομογένειας από την τότε Ελληνική Κυβέρνηση, που επέτρεψε, με τις παρασκηνιακές υποχωρήσεις της, την αποδοχή δηλαδή της διπλής ονομασίας, να αποδεσμευθεί η Αμερικανική πλευρά από τις υποσχέσεις και υποχρεώσεις που είχε αναλάβει έναντι της Ομογένειας.
Γνωρίζουμε, βεβαίως, ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις έχουν και μεγάλα συμφέροντα και γεωπολιτικές επιδιώξεις, που εντάσσονται σε ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο περιφερειακών και παγκόσμιων ανταγωνισμών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η κάθε χώρα δεν έχει περιθώρια επιρροής και υπερασπίσεως των δικών της εθνικών συμφερόντων, ιδίως όταν πρόκειται για μια χώρα, όπως η Ελλάδα, με μεγάλη και πολυπλευρη στρατηγική σημασία, στο σημείο που συναντώνται τρείς Ήπειροι και μεγάλοι διεθνείς ανταγωνισμοί στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο. Χρειάζεται όμως γι’ αυτό σθεναρή αντίληψη και υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων, πάνω στη βάση μιας λογικής αμοιβαιότητας και ισορροπίας και απολάκτιση κάθε ιδιοτελούς υποτέλειας χάριν της εξουσίας.
Ο επόμενος Αμερικανός Πρόεδρος, απαξιώνοντας τις αντιδράσεις των Ελληνικών Κυβερνήσεων, έφτασε στην πλήρη ανατροπή της Αμερικανικής πολιτικής, αναγνωρίζοντας τα Σκόπια ως «Μακεδονία»,το 2004.
Ένα τρίτο γεγονός, που σημάδεψε με ειδικό βάρος τη διπλωματική πορεία του θέματος των Σκοπίων, είναι το ΌΧΙ στην ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, το 2008, στο Βουκουρέστι. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. ήταν τα δύο μεγάλα διπλωματικά όπλα της Ελλάδος, απέναντι στα οποία δεν μετρούσε η προπαγάνδα των πολλών διμερών αναγνωρίσεων των Σκοπίων ως Μακεδονίας. Έπρεπε όμως η Ελλάδα να στείλει μήνυμα ότι δεν θα υποχωρούσε σε πιέσεις, έστω κι αν είχαν γίνει ήδη παραχωρήσεις προς την κατεύθυνση της λεγόμενης διπλής ονομασίας. Το ΌΧΙ στο Βουκουρέστι ήταν από την άποψη αυτή ένα ισχυρό μήνυμα, το οποίο όμως υπονομεύθηκε και τελικά ακυρώθηκε από τη μετέπειτα πορεία, μια πορεία προς την πλήρη υποχώρηση και συνθηκολόγηση, για την οποία δεν υπήρχε κανένας λόγος να γίνει, εκτός από την εξυπηρέτηση ξένων πολιτικών.
Υποστηρίζεται από τη σημερινή κυβέρνηση ότι δεν έκανε δήθεν τίποτε άλλο από την αποδοχή της διπλής ονομασίας, που είχαν δεχθεί και προηγούμενες Κυβερνήσεις. Όσο όμως καταδικαστέες και αν είναι οι υποχωρήσεις των προηγουμένων Κυβερνήσεων, η αλήθεια είναι ότι καμιά άλλη Κυβέρνηση δεν δέχθηκε την αναγνώριση «Μακεδονικής» ιθαγένειας, ταυτότητας και γλώσσας στα Σκόπια. Αυτή είναι η πεμπτουσία, όπως αναφέραμε, του «Μακεδονισμού», ο πυρήνας του προβλήματος και αυτό είναι το μέγα έγκλημα. Δεν μπορεί να έρχεται η Ελλάδα, 70 χρόνια μετά, και να αναγνωρίζει και να νομιμοποιεί την ιστορική πλαστογραφία και τον σφετερισμό της Ελληνικής Μακεδονίας από τον Τίτο. Δεν μπορεί να αποδέχεται το προπαγανδιστικό ψεύδος για δήθεν «μοιρασμένη Μακεδονία» και δήθεν «πολλές Μακεδονίες». Δεν μπορεί να αναγνωρίζει «Μακεδονική» δήθεν γλώσσα και να περιλαμβάνει μάλιστα στη Συμφωνία των Πρεσπών το ψεύδος ότι δήθεν αυτή αναγνωρίσθηκε από Συνδιάσκεψη της ΟΥΝΕΣΚΟ, το 1977, που έγινε στην Αθήνα. Η Συνδιάσκεψη αυτή είχε ως σκοπό και αντικείμενο την τεχνική μεταγραφή ονομάτων και τοπωνυμίων από ξένες γλώσσεςστο λατινικό αλφάβητο. Δεν ανεγνώρισε καμιά «Μακεδονική» γλώσσα και δεν είχε κανένα τέτοιο σκοπό και καμιά τέτοια αρμοδιότητα.
Αμερικανικό έγγραφο, που διέρρευσε μέσω των γνωστών Wikileaks, μας πληροφορεί ότι ήδη από το 2010, τα Σκόπια είχαν αποδεχθεί τη διπλή ονομασία «Βόρεια Μακεδονία», υπό τον όρο ότι η Ελληνική πλευρά θα ανεγνώριζε «Μακεδονική ιθαγένεια, εθνότητα και γλώσσα». Δεν είναι τυχαίο γι’ αυτό, το γεγονός ότι στο ίδιο πρώτο άρθρο της Συμφωνίας των Πρεσπών, στο οποίο αναφέρεται η ονομασία «Βόρεια Μακεδονία», παρατίθεται αμέσως μετά, στις επόμενες παραγράφους, η αναγνώριση «Μακεδονικής» ιθαγένειας, εθνότητας και γλώσσας.
Εξετάζοντας, σημείο προς σημείο, τη Συμφωνία των Πρεσπών, μένει κανείς άναυδος από την υποχώρηση της Ελληνικής πλευράς σε όλη τη γραμμή. Πουθενά, μεταξύ άλλων, δεν γίνεται αναφορά σε Ελληνική Μακεδονία. Εκεί που είναι απαραίτητη η αναφορά, γίνεται λόγος για «Βόρεια επαρχία του πρώτου μέρους». Δεν είναι τυχαία η παράλειψη. Οι διαπραγματευτές των Σκοπίων μερίμνησαν να μην υπάρχει στη Συμφωνία τέτοια αναφορά γιατί, κατ’ αυτούς, δεν υπάρχει Ελληνική Μακεδονία. Κατ’ αυτούς, είναι άλλο πράγμα οι «Μακεδόνες» και άλλο πράγμα οι Έλληνες. Η Ελληνική Μακεδονία είναι γι’ αυτούς η λεγόμενη «Μακεδονία του Αιγαίου», δηλαδή το κομμάτι της «μοιρασμένης Μακεδονίας», που βρίσκεται στην Ελλάδα ή «κατέχεται» από την Ελλάδα.
Με άλλα λόγια, μέσα από τη Συμφωνία των Πρεσπών, τα Σκόπια όχι μόνο πέτυχαν την αναγνώριση της δήθεν «Μακεδονικής» τους ταυτότητας, ανεξάρτητα ακόμη και από την επίσημη ονομασία «Βόρεια Μακεδονία», αλλά εξασφάλισαν και διεθνές μονοπώλιο του ονόματος, εφ’ όσον αυτοί είναι κράτος και η Ελληνική Μακεδονία είναι επαρχία κράτους, που έχει άλλο όνομα. Τα αποτελέσματα τα έχουμε δεί ήδη στα εμπορικά σήματα. Τα έχουμε δεί στις κινήσεις για την υπόθαλψη εθνικής «δήθεν» μειονότητας στην Ελλάδα και για τη διδασκαλία της δήθεν «Μακεδονικής» γλώσσας στην Ελλάδα.
Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν έλυσε κανένα πρόβλημα, όπως διατείνεται η Κυβέρνηση. Αντιθέτως, έδωσε νέα ώθηση και νέες προοπτικές σε ένα υπάρχον πρόβλημα και, με την αναγνώριση της Μακεδονικής ταυτότητας, κατέστησε πολύ πιο δύσκολη τη θέση της Ελληνικής πλευράς έναντι της προπαγάνδας των Σκοπίων, κυρίως στο εξωτερικό. Δεν εκπλήττει γι΄αυτό ότι απολογητές της Συμφωνίας των Σκοπίων, φτάνουν, ορισμένες φορές, στο σημείο να υπερακοντίζουν υπέρ των Σκοπίων για να δικαιολογήσουν τις υποχωρήσεις που έγιναν.
Οι προβλεπόμενες τροποποιήσεις του Συντάγματος των Σκοπίων και η δήθεν κατάργηση των αλυτρωτικών αναφορών, δεν αλλάζουν σε τίποτε την ουσία των πραγμάτων. Πρώτον, γιατί είναι αποσπασματικές και αναπληρώνονται από άλλα άρθρα που δεν τροποποιούνται. Δεύτερον, γιατί η αναγνώριση και η σαφής καταγραφή της στη Συμφωνία (άρθρα 1, 7 κ.ά.), «Μακεδονικής»ταυτότητας και γλώσσας, διασώζει πλήρως τον πυρήνα του προβλήματος, που είναι ο ισχυρισμός και η θεωρία ότι οι Μακεδόνες δεν είναι Έλληνες αλλά ένα άλλο έθνος.
Με τα δεδομένα αυτά, είναι προφανές ότι η Συμφωνία των Πρεσπώνδεν αντιπροσωπεύει κάποιο συμβιβασμό, με τον οποίον θα μπορούσε να συμπορευθεί η Ελλάδα. Παραδίδει σε έναν ξένο λαό Ελληνική εθνική κληρονομιά, για την οποία κανένας δεν έχει δικαίωμα να την εκχωρήσει ή να την αλλοτριώσει. Το όνομα, η ιστορία και ο πολιτισμός της Μακεδονίας είναι άυλη Έλληνική κληρονομιά, αλλά τόσο πραγματική και σημαντική όσο το έδαφος της πατρίδας. Η ιστορία και ο πολιτισμός είναι η διαχρονική ζωή ενός λαού σ’ ένα τόπο και τα μνημεία της συλλογικής δημιουργίας του. Δεν πρέπει, άλλωστε, να έχει κανείς αμφιβολία ότι αν χάσει ένας λαός τα ιστορικά και πολιτιστικά του δικαιώματα σ’ ένα τόπο, δεν θα αργήσει η ώρα που οι σφετεριστές θα θέσουν θέμα και για το έδαφος.
Οι ισχυρισμοί ότι το αδύναμο κρατίδιο των Σκοπίων δεν μπορεί να είναι απειλή για την Ελλάδα, είναι άκριτοι και ανεδαφικοί, γιατί δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν την εργαλειοποίηση αδυνάμων κρατιδίων από ισχυρούς για την προώθηση ευρυτέρων δικών τους επιδιώξεων.
Ο Ελληνικός λαός είναι γι’ αυτό απέναντι σ’ αυτή τη Συμφωνία, άσχετα αν επικυρώθηκε στο όνομά του από τη Βουλή, από μια ετερόκλητη και περιστασιακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που είναι μια μικρή μειοψηφία στην κοινωνία. Είναι ένα από τα παράδοξα, δυστυχώς, και τις παθογένειες του πολιτικού μας συστήματος, η αναντιστοιχία και η αντίφαση μεταξύ ενός κομματοκρατικάελεγχόμενου Κοινοβουλίου και της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού. Θέματα, άλλωστε, που είναι στην ουσία τους θέματα εθνικής κυριαρχίας, δεν μπορούν να κρίνονται με οριακή πλειοψηφία 153 βουλευτών.
Ο ιστορικός ηγέτης των Σκοπίων, Κίρο Γκλιγκόροφ, παραδέχθηκε προς τιμήν του ότι: «Εμείς είμαστε Σλάβοι. Ήρθαμε στην περιοχή μετά τον 6ον αι. μ.Χ. Δεν έχουμε καμιά σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο». Αυτή είναι η βάση, πάνω στην οποία μπορεί να γίνει η διαπραγμάτευση και η Συμφωνία με τα Σκόπια. Όχι η αναγνώριση «Μακεδονικής» δήθεν ταυτότητας και γλώσσας που επιβεβαιώνει, μεγεθύνει και διαιωνίζει το πρόβλημα.
Και τώρα τι κάνουμε, αναρωτιέται κανείς, μετά από τη Συμφωνία των Πρεσπών και την επικύρωσή της από τα Κοινοβούλια των δύο χωρών; Μπορεί η Ελλάδα να καταγγείλει τη Συμφωνία; Θέματα όπως η πατρίδα, η ιστορία και ο πολιτισμός ενός λαού, που έχουν πίσω τους αιώνες και χιλιετηρίδες, δεν κρίνονται και δεν μπαίνουν σε νάρθηκα από περιστασιακές συμφωνίες ηγεσιών που δεν είναι στο ύψος των περιστάσεων. Ασφαλώς, μια διεθνής συμφωνία θέτει σε δύσκολη θέση την Ελλάδα, γιατί δημιουργεί διεθνείς υποχρεώσεις. Η Ελλάδα όμως έχει κάθε δικαίωμα να θέσει θέμα επαναδιαπραγματεύσεως, επικαλούμενη τόσο τις παραβιάσεις από την άλλη πλευρά της Συμφωνίας, και υπάρχουν ήδη πολλές, όσο και τα προβλήματα που δημιουργούνται από τις ίδιες τις πρόνοιες της Συμφωνίας.
Η Ελλάδα έχει γι’ αυτό ένα ισχυρό όπλο. Την ένταξη των Σκοπίων στην Ε.Ε. Οι διαπραγματευτές των Σκοπίων μερίμνησαν και σ’ αυτή την περίπτωση να δεσμεύσουν εκ των προτέρων την Ελλάδα. Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3 της Συμφωνίας των Πρεσπών, η Ελλάδα ανέλαβε δέσμευση να στηρίξει την ενταξιακή προοπτική των Σκοπίων. Τι σημαίνει όμως αυτό; Η Ελλάδα δεν πρέπει και θα ήταν παράλογο να δεχθεί ότι δίνει στα Σκόπια για την Ε.Ε. λευκή επιταγή. Υπάρχει επομένως περιθώριο να συνδέσει άτυπα τη συγκατάθεσή της για την ένταξη των Σκοπίων, με επαναδιαπραγμάτευση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Ο αγώνας κατά της απαράδεκτης αυτής Συμφωνίας, θα εξελιχθεί, σε κάθε περίπτωση, σε τρία επίπεδα. Το πρώτο είναι το κυβερνητικό – διπλωματικό. Το δεύτερο είναι η συνέχιση και η θεσμοθέτηση δράσεων στην ίδια τη Μακεδονία. Οι Δήμοι της Μακεδονίας, οι Περιφέρειες και τα πολιτιστικά, αθλητικά και άλλα σωματεία, οι Ενώσεις Αποστράτων και Εφέδρων, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια πρέπει να γίνουν επάλξεις αγώνα σε μακροπρόθεσμη βάση. Γνωρίζουμε τα προβλήματα που υπάρχουν σε ορισμένα πανεπιστήμια και σχολεία. Η κατάσταση όμως αυτή πρέπει να αλλάξει γιατί κάτω από τη σημαία της Μακεδονίας μπορεί να προωθηθεί δυναμικά μια νέα εθνική ενότητα.
Στόχος των κινητοποιήσεων και των δράσεων πρέπει να είναι η απόρριψη της Συμφωνίας των Πρεσπών αλλά και ο αγώνας κατά των παραχαράξεων της ιστορίας και της συρρικνώσεως, με οποιοδήποτε πρόσχημα, της Ελληνικής παιδείας, εν όψει ιδιαίτερα των συζητήσεων για την αλλαγή των σχολικών βιβλίων και την προσαρμογή τους στο πνεύμα της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Οι Μακεδονικοί φορείς πρέπει επίσης να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στις δημογραφικές αλλαγές στο χώρο της Μακεδονίας, που μπορούν να προέλθουν είτε από παλαιούς «Σλαβομακεδόνες» πρόσφυγες στα Σκόπια, που είχαν πάρει μέρος στον Εμφύλιο Πόλεμο και είχε απαγορευθεί η επιστροφή τους στην Ελλάδα, είτε από παράνομους μετανάστες, τους οποίους προωθούν διάφορες Μ.Κ.Ο. για μόνιμη εγκατάσταση στη Μακεδονία, κοντά στα σύνορα. Οι Μ.Κ.Ο. του Σόρος «Solidarity Now» είναι εξειδικευμένη στην προώθηση της μόνιμης εγκαταστάσεως παρανόμων μεταναστών στην Ελλάδα, με προπαγάνδα και συνθήματα για «πολυπολιτισμική κοινωνία» και «ένταξη στην Ελληνική κοινωνία» όλων των παρανόμων μεταναστών.
Το τρίτο επίπεδο είναι ολόκληρος ο Ελληνικός λαός και η Ομογένεια του εξωτερικού. Συγχαίρω την Ένωση Αποστράτων και τη Διεθνή Ελληνική Ένωση (International Hellenic Association) και όσους άλλους συνεργάσθηκαν στην οργάνωση αυτής της εκδηλώσεως.Συγχαίρω επίσης τις οργανώσεις της Ομογένειας για όλα τα εθνικά θέματα και ιδιαίτερα τώρα για τη Μακεδονία.
Είναι κρίμα που αναλώνουμε τόσες προσπάθειες και τόση ενέργεια για να αναπληρώνουμε και να αντιμετωπίζουμε την ανεπάρκεια και την αξιοθρήνητη πολιτική των Κυβερνήσεών μας και ειδικά της σημερινής. Δεν θα επιτρέψουμε όμως σε καμιά Κυβέρνηση να καταστήσει αλλότρια κληρονομιά τη Μακεδονία μας, με παραπλανητικά ψεύδη και ισχυρισμούς ότι δήθεν δεν έδωσε αυτά που έδωσε και ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι δήθεν ένας έντιμος συμβιβασμός, ενώ δεν είναι.
ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΖΗΤΩ Ο ΠΑΝΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Πρέσβυς επί τιμή Περικλής Νεάρχου