Δάσκαλος

 

Σαν έλατο του Πάρνωνα, το λυγερό κορμί του,
το λαμπερό το βλέμμα του και το χαμόγελό του,
σαν το φεγγάρι ουρανό, το πρόσωπο φωτίζουν!

Της Αρκαδίας τα βουνά, τα χιονοσκεπασμένα,
που Τούρκος δεν τα πάτησε και πεύκα τα δροσίζουν,
έθρεψαν και τον χάρισαν κι αυτόν στα μαύρα ξένα.

Ελληνικά τα γράμματα μαθαίνοντας τα πήρε,
στης ξενιτιάς της άπονης τ’ ανήλιαγα τα μέρη,
σαν πατρικό κειμήλιο, παρηγοριά του νόστου.

Στη Σπάρτη Πάρι τράβηξε το κάλλος της Ελένης,
μα κείνος την Ελένη του στην ξενιτιά την βρήκε,
σύντροφο στην πορεία του, συναθλητή του βίου.

Όταν χορεύει τσάμικο κι όταν ακούει κλαρίνο,
κάτι ξυπνάει μέσα του και τον αναστατώνει,
Έλληνα πατρογονικό, σαν αστραπή, τον κάνει!

Τους νέους τους μελέτησε, μα παλαιοί τον έλκουν,
Έλληνες οι φιλόσοφοι, κι απ’ όλα πάρα πάνω,
Αριστοτελικός, πυκνός και μεστωμένος λόγος.

Καθώς η κλώσα τα πουλιά, κάμποσα μαθητούδια
έβγαλε, σαν διάσπαρτα λυχνάρια φωτισμένα,
δόξα για τον Διδάσκαλο, βάλσαμο για το γήρας.

Κι όταν ο Χάρος σιγαλά, σαν ύπνος, θα τον πάρει,
την μνήμη πολυτίμητο μνημείο του θα κάμουν,
δυναμικό κι αντίπαλο στον αδηφάγο Χρόνο!

Χ. Κ. Ε.